- αναθεματιστής
- ο (θηλ. -ίστρια και ίστρα)1. αυτός που αναθεματίζει, που καταριέται ή αφορίζει2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) η αναθεματίστρατο αναθεματούρι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον οικονομολόγο Ιωάννη Σούτζο].
Dictionary of Greek. 2013.